δύσκαμπτος

δύσκαμπτος
δύσκαμπτος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δύσκαμπτος — η, ο (AM δύσκαμπτος, ον) 1. αυτός που λυγίζει δύσκολα («δύσκαμπτος σίδηρος») 2. αυτός που δύσκολα προσαρμόζεται («δύσκαμπτος χαρακτήρας») 3. αυτός που δύσκολα καταβάλλεται («την δύσκαμπτον δύναμιν τοῡ ἵππου») αρχ. αυτός που δύσκολα παρακάμπτεται… …   Dictionary of Greek

  • δύσκαμπτος — η, ο 1. αυτός που δύσκολα κάμπτεται, αλύγιστος: Ορισμένα υλικά είναι δύσκαμπτα. 2. μτφ., αυτός που δύσκολα προσαρμόζεται, που δεν είναι εύστροφος: Δύσκαμπτη οικονομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυσκάμπτως — δύσκαμπτος adverbial δύσκαμπτος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσκαμπτον — δύσκαμπτος masc/fem acc sg δύσκαμπτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκάμπτων — δύσκαμπτος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσκαμπτα — δύσκαμπτος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσκαμπτοι — δύσκαμπτος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκλιτος — η, ο (Α ἄκλιτος, ον) (στη γραμματική) αυτός που δεν κλίνεται μσν. ο πείσμων, ο δύσκαμπτος, άκαμπτος, ανένδοτος (Ιω. Κλίμ.) αρχ. 1. αυτός που δεν παρουσιάζει κλίση 2. ο σταθερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κλίνω. ΠΑΡ. ακλισία] …   Dictionary of Greek

  • αλύγιστος — η, ο 1. αυτός που δεν λύγισε, ευθυτενής, ίσιος 2. αυτός που δεν μπορεί να λυγίσει, άκαμπτος, δύσκαμπτος 3. (για πρόσωπα) άτεγκτος, σκληρόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λυγιστός < λυγίζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυγισιά] …   Dictionary of Greek

  • αστακός — I Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, αποικία των Μεγαρέων. Βρισκόταν κοντά στον Βόσπορο, σε παράλια τοποθεσία. Eίχε ονομαστεί έτσι από κάποιον Σπαρτιάτη Αστακό, κατά τον Μέμνονα, ή σύμφωνα με μια μυθολογική εκδοχή, από τον ομώνυμο γιο του Ποσειδώνα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”